λάας

λάας
λᾱας, ὁ καὶ ἡ, και λᾱος, ό, και αττ. συνηρ. τ. λᾱς, ό, ἡ (Α)
1. πέτρα, λίθος, ιδίως αυτός που ριχνόταν από τους πολεμιστές (α. «ὅ γ' ἐξαῡτις πολὺ μείζονα λᾱαν ἀείρας ἧκ' ἐπιδινήσας», Ομ. Οδ.
β. «ὅσον τ' ἐπὶ λᾱαν ἵησιν», Ομ. Ιλ.)
2. βράχος
3. φρ. «λᾱας ἀναιδής» — ο λίθος τού Σισύφου (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. λᾶας ανάγεται πιθ. σε *λῆFας (γεν. *λăFăσος > γεν. λᾶος). Κατ' άλλους: λᾶας < λάFας < λάFαρ-. Ο μυκηναϊκός τ. raeja = λάεια (< λάος) δεν εμφανίζει -F-, όπως θα αναμενόταν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λᾶας — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάας — Λάᾱς , Λάας neut nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάας — λάω 1 pres ind act 2nd sg (epic) λάω 1 imperf ind act 2nd sg (epic) λάω 2 seize pres ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶαν — λᾶας stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶε — λᾶας stone masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶος — λᾶας stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάα — Λάας neut voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάαν — Λάας neut voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάαντος — Λάας neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”